περιγίγνον

Count: 1

PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB to be superior to; to survive

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

περιγίνονται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 60
περιγίγνονται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 22
Περιγίνονται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 2
Περιγίγνονται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 1
περιγίγνωνται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 1
περιγίνεται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 1