ξυμφορῆσιν

Count: 1

DAT.PL FEM συμφορά NOUN an event, circumstance, misfortune, disaster

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συμφοραῖς DAT.PL FEM συμφορά NOUN 582
ξυμφοραῖς DAT.PL FEM συμφορά NOUN 24
ϲυμφοραῖϲ DAT.PL FEM συμφορά NOUN 11
συμφοραῖσι DAT.PL FEM συμφορά NOUN 5
ξυμφορῇσι DAT.PL FEM συμφορά NOUN 2
ξυμφορῇσιν DAT.PL FEM συμφορά NOUN 2
συμφοραῖσιν DAT.PL FEM συμφορά NOUN 1
συμφοραῖσί DAT.PL FEM συμφορά NOUN 1
ξυμφοραῖσι DAT.PL FEM συμφορά NOUN 1
ξυμφοραῖϲ DAT.PL FEM συμφορά NOUN 1
ϲυμφορά DAT.PL FEM συμφορά NOUN 1
ϲυμφοραῖϲιν DAT.PL FEM συμφορά NOUN 1
ξυμφορῇ DAT.PL FEM συμφορά NOUN 1
συμΦοραῖς DAT.PL FEM συμφορά NOUN 1