διαλείμματός

Count: 2

GEN.SG NEUT διάλειμμα NOUN an interval

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαλείμματος GEN.SG NEUT διάλειμμα NOUN 40
διαλείμματοϲ GEN.SG NEUT διάλειμμα NOUN 2
διαφάλματος GEN.SG NEUT διάλειμμα NOUN 1
Διαλείμματοϲ GEN.SG NEUT διάλειμμα NOUN 1
διαψάλματός GEN.SG NEUT διάλειμμα NOUN 1