στοματικὸν

Count: 2

NOM.SG NEUT στοματικός NOUN good for the mouth

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

στοματικὸν ACC.SG NEUT στοματικός ADJ 6
στοματικὸν NOM.SG NEUT στοματικός ADJ 3
στοματικὸν ACC.SG NEUT στοματικός NOUN 2