ἀγκυλοχήλης

Count: 2

NOM.SG MASC ἀγκυλοχείλης NOUN with hooked beak

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ἀγκυλοχείληϲ NOM.SG MASC ἀγκυλοχείλης NOUN 11
ἀγκυλοχειλήϲ NOM.SG MASC ἀγκυλοχείλης NOUN 3
ἀγκυλοχείλης NOM.SG MASC ἀγκυλοχείλης NOUN 2
ἀγκυλοχήληϲ NOM.SG MASC ἀγκυλοχείλης NOUN 2
Ἀγκυλοχείληϲ NOM.SG MASC ἀγκυλοχείλης NOUN 1