Ἀποφλεγματισμοὶ

Count: 2

NOM.PL MASC ἀποφλεγματισμός NOUN purging of phlegm

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ἀποφλεγματισμοὶ NOM.PL MASC ἀποφλεγματισμός NOUN 4
ἀποφλεγματισμοί NOM.PL MASC ἀποφλεγματισμός NOUN 1