συνεστός

Count: 2

NOM.SG MASC συνίστημι NOUN to set together, combine, associate, unite, band together

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συνεστός PRF MID NOM.SG MASC PTCP συνίστημι VERB 3
συνεστός NOM.SG MASC συνίστημι ADJ 2
συνεστός PRF ACT ACC.SG NEUT PTCP συνίστημι VERB 2
συνεστός PRF ACT NOM.SG NEUT PTCP συνίστημι VERB 2
συνεστός ACC.SG NEUT συνίστημι ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

ξυνιστὰς NOM.SG MASC συνίστημι NOUN 3
ϲυνιϲτάμενοϲ NOM.SG MASC συνίστημι NOUN 1
ϲυνιϲτὰϲ NOM.SG MASC συνίστημι NOUN 1
ϲυνεϲτηκόϲ NOM.SG MASC συνίστημι NOUN 1