προσδο

Count: 2

GEN.SG FEM προσδέομαι NOUN

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

προσδο INDECL προσδέομαι NOUN 2
προσδο PRES PASS 3SG IND προσδέομαι VERB 1
προσδο INDECL προσδέομαι x- 1
προσδο AOR ACT NOM.SG NEUT PTCP προσδέομαι VERB 1
προσδο AOR ACT NOM.SG MASC PTCP προσδέομαι VERB 1
προσδο ACC.SG MASC προσδέομαι ADJ 1