ἘΠΙΜΕΛΗΤΗΣ

Count: 2

NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN one who has charge of

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ἐπιμελητὴς NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN 36
ἐπιμελητής NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN 11
ἐπιμελητήϲ NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN 4
ἐπιμελητὴϲ NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN 2
Ἐπιμελητὰϲ NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN 1
Ἐπιμελητὴϲ NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN 1
ἐπιμελητὰς NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN 1