διαλεκτικὴν

Count: 2

ACC.SG FEM διαλεκτικός NOUN skilled in logical argument

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαλεκτικὴν ACC.SG FEM διαλεκτικός ADJ 121
διαλεκτικὴν NOM.SG FEM διαλεκτικός ADJ 1
διαλεκτικὴν NOM.SG MASC διαλεκτικός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διαλεκτικήν ACC.SG FEM διαλεκτικός NOUN 20