καθαρότητός

Count: 2

GEN.SG FEM καθαρότης NOUN cleanness, purity

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

καθαρότητος GEN.SG FEM καθαρότης NOUN 72
διαυγείας GEN.SG FEM καθαρότης NOUN 3
καθαρότητοϲ GEN.SG FEM καθαρότης NOUN 1