ἐπακτροκέλης

Count: 2

NOM.SG MASC ἐπακτροκέλης NOUN a light piratical skiff

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐπακτροκέλης GEN.SG FEM ἐπακτροκέλης NOUN 2
ἐπακτροκέλης GEN.SG NEUT ἐπακτροκέλης NOUN 1
ἐπακτροκέλης INDECL ἐπακτροκέλης NOUN 1
ἐπακτροκέλης NOM.PL MASC ἐπακτροκέλης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Ἐπακτροκέληϲ NOM.SG MASC ἐπακτροκέλης NOUN 1
ἘΠΑΚΤΡΟΚΕΛΗΣ NOM.SG MASC ἐπακτροκέλης NOUN 1