Πλεονασμός

Count: 2

NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN superabundance, excess

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

πλεονασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 45
πλεοναϲμὸϲ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 25
πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 14
πλεοναϲμῷ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 9
ἀναδιπλασιασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 8
πλεοναϲμόϲ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 1
Πλεονασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 1