ἔμπορος

Count: 2

NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN one who goes on shipboard as a passenger

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἔμπορος NOM.SG MASC ἔμπορος ADJ 150
ἔμπορος NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Ἔμποροϲ NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 3
Ἔμπορος NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 1
Ἔμπορόϲ NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 1
ἔμποροϲ NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 1
ἐμπόρους NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 1