βορβορώδη

Count: 2

ACC.PL NEUT βορβορώδης ADJ muddy, miry

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

βορβορώδη ACC.SG FEM βορβορώδης ADJ 4
βορβορώδη ACC.SG FEM βορβορώδης NOUN 1
βορβορώδη NOM.PL NEUT βορβορώδης ADJ 1
βορβορώδη ACC.SG MASC βορβορώδης ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

βορβορώδεα ACC.PL NEUT βορβορώδης ADJ 1