γυναικομανεῖς

Count: 2

ACC.PL MASC γυναικομανής NOUN mad for women

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γυναικομανεῖς NOM.PL MASC γυναικομανής ADJ 1
γυναικομανεῖς ACC.PL MASC γυναικομανής ADJ 1
γυναικομανεῖς NOM.PL FEM γυναικομανής ADJ 1