δυσκίνητος

Count: 2

NOM.SG MASC δυσκίνητος NOUN hard to move

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δυσκίνητος NOM.SG MASC δυσκίνητος ADJ 23
δυσκίνητος NOM.SG FEM δυσκίνητος ADJ 16
δυσκίνητος NOM.SG FEM δυσκίνητος NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

δυϲκίνητοϲ NOM.SG MASC δυσκίνητος NOUN 2