δριμύτητόϲ

Count: 2

GEN.SG FEM δριμύτης NOUN pungency, keenness

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

δριμύτητος GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 90
δριμύτης GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 12
δριμύτητοϲ GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 8
δριμύτητός GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 5
δριμύτηϲ GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 2