Πτερνιστὴς

Count: 2

NOM.SG MASC πτερνιστής NOUN one who strikes with the heel

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πτερνιστὴς NOM.SG MASC πτερνιστής NOUN 10
πτερνιστής NOM.SG MASC πτερνιστής NOUN 3
Πτερνιστής NOM.SG MASC πτερνιστής NOUN 1