Δυνάμεις

Count: 2

NOM.PL FEM δύναμις NOUN power, might, strength

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Δυνάμεις ACC.PL FEM δύναμις NOUN 5
Δυνάμεις NOM.SG FEM δύναμις NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δυνάμεις NOM.PL FEM δύναμις NOUN 1,140
δυνάμει NOM.PL FEM δύναμις NOUN 39
δυνάμειϲ NOM.PL FEM δύναμις NOUN 15
δυνάμιες NOM.PL FEM δύναμις NOUN 9
δυνάμις NOM.PL FEM δύναμις NOUN 4
δυνάμ NOM.PL FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμιές NOM.PL FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμμεις NOM.PL FEM δύναμις NOUN 1
δὲδυνάμεις NOM.PL FEM δύναμις NOUN 1