Γενεσιουργὸς

Count: 2

NOM.SG MASC γενεσιουργός NOUN concerned with

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

γενεσιουργὸς NOM.SG MASC γενεσιουργός NOUN 3
Γενεσιουργός NOM.SG MASC γενεσιουργός NOUN 1
γενεσιουργός NOM.SG MASC γενεσιουργός NOUN 1
γενεϲιουργὸϲ NOM.SG MASC γενεσιουργός NOUN 1