στήριγμά

Count: 2

ACC.SG NEUT στήριγμα NOUN a support

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

στήριγμά NOM.SG NEUT στήριγμα NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

στήριγμα ACC.SG NEUT στήριγμα NOUN 39
στήρισμα ACC.SG NEUT στήριγμα NOUN 2
⎡στήριγμα⎤ ACC.SG NEUT στήριγμα NOUN 1