Στεφάνων

Count: 2

NOM.SG MASC στέφανος NOUN Stephanus
wreath, crown

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Στεφάνων GEN.PL MASC στέφανος NOUN 3
Στεφάνων ACC.SG MASC στέφανος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

στέφανος NOM.SG MASC στέφανος NOUN 266
Στέφανος NOM.SG MASC στέφανος NOUN 144
στέφανός NOM.SG MASC στέφανος NOUN 13
Στέφανός NOM.SG MASC στέφανος NOUN 4
Στέφανοϲ NOM.SG MASC στέφανος NOUN 3
ϲτεφάνοιϲκοϲμήϲαϲ NOM.SG MASC στέφανος NOUN 1
στέφανοσʼ NOM.SG MASC στέφανος NOUN 1