καθεϲτηκόϲ

Count: 2

NOM.SG MASC καθίστημι NOUN to set down, place

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καθεϲτηκόϲ PRF ACT NOM.SG NEUT PTCP καθίστημι VERB 3
καθεϲτηκόϲ PRF ACT ACC.SG NEUT PTCP καθίστημι VERB 1

Other Forms With Same Analysis

Κατέστησεν NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 2
καθίϲτηϲιν NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 2
Καθεϲτηκόϲ NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 1
Καθεϲτώϲ NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 1
Καθεϲτώτων NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 1
Καθιϲτάμενοϲ NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 1
Καθίϲτατο NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 1
Καθεστηκὸς NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 1