δικαϲταῖϲ

Count: 2

DAT.PL MASC δικαστής NOUN a judge

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

δικασταῖς DAT.PL MASC δικαστής NOUN 218
δικαστ DAT.PL MASC δικαστής NOUN 1
δικαοταῖς DAT.PL MASC δικαστής NOUN 1