δικαϲτάϲ

Count: 2

ACC.PL MASC δικαστής NOUN a judge

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικαϲτάϲ ACC.PL FEM δικαστής NOUN 4

Other Forms With Same Analysis

δικαστὰς ACC.PL MASC δικαστής NOUN 276
δικαστάς ACC.PL MASC δικαστής NOUN 101
δικαϲτὰϲ ACC.PL MASC δικαστής NOUN 4
δικαΰτάς ACC.PL MASC δικαστής NOUN 1
δικαστής ACC.PL MASC δικαστής NOUN 1