πολύπουϲ

Count: 2

NOM.SG MASC πολύπους NOUN many-footed
octopus

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πολύπουϲ ACC.PL FEM πολύπους ADJ 2
πολύπουϲ ACC.PL FEM πολύπους NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

πολύπους NOM.SG MASC πολύπους NOUN 24
πουλύς NOM.SG MASC πολύπους NOUN 8
πουλύπους NOM.SG MASC πολύπους NOUN 3
πουλυπόδων NOM.SG MASC πολύπους NOUN 2
Πολύπουϲ NOM.SG MASC πολύπους NOUN 1
iδίπουϲ NOM.SG MASC πολύπους NOUN 1
πολυπόδων NOM.SG MASC πολύπους NOUN 1