βαρβαριϲμὸϲ

Count: 2

NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN barbarism

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Βαρβαρισμὸς NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 15
βαρβαρισμὸς NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 8
βαρβαρισμός NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 7
Βαρβαρισμός NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 3
βαρβαριϲμόϲ NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 1