διαλεύκους

Count: 2

ACC.PL FEM διάλευκος NOUN quite white

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαλεύκους ACC.PL MASC διάλευκος ADJ 8
διαλεύκους ACC.PL MASC διάλευκος NOUN 2
διαλεύκους ACC.PL FEM διάλευκος ADJ 1