θανατηφόρου

Count: 2

GEN.SG MASC θανατηφόρος NOUN death-bringing, mortal

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

θανατηφόρου GEN.SG FEM θανατηφόρος ADJ 11
θανατηφόρου GEN.SG MASC θανατηφόρος ADJ 5
θανατηφόρου GEN.SG NEUT θανατηφόρος ADJ 3