᾿Απόστολοι

Count: 2

NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN a messenger, ambassador, envoy

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ἀπόστολοι NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 300
Ἀπόστολοι NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 205
ἀπόστολοί NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 4
μἀπόστολοι NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 1
Ἀπόστολοί NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 1
Ἀπόστολοῖ NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 1
ἀΠόστολοι NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 1