κτίσμα

Count: 2

DAT.PL NEUT κτίσμα NOUN anything created, a creature

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κτίσμα NOM.SG NEUT κτίσμα NOUN 307
κτίσμα ACC.SG NEUT κτίσμα NOUN 219
κτίσμα VOC.SG NEUT κτίσμα NOUN 5
κτίσμα IMPRF ACT 3SG IND κτίσμα VERB 1
κτίσμα PRES ACT 2SG IMP κτίσμα VERB 1
κτίσμα PRES MID 1SG IND κτίσμα VERB 1

Other Forms With Same Analysis

κτίσμασιν DAT.PL NEUT κτίσμα NOUN 34
κτίσμασι DAT.PL NEUT κτίσμα NOUN 28
κτίσμασί DAT.PL NEUT κτίσμα NOUN 1
κτίσμασίν DAT.PL NEUT κτίσμα NOUN 1