Νεστορίδαι

Count: 2

NOM.PL MASC νεστορίδης NOUN son of Nestor

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Νεστορίδαι AOR ACT 3SG OPT νεστορίδης VERB 1
Νεστορίδαι PRES MID 3SG IND νεστορίδης VERB 1
Νεστορίδαι DAT.SG MASC νεστορίδης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Νεϲτορίδαι NOM.PL MASC νεστορίδης NOUN 1