κατάσκοπος

Count: 2

NOM.SG FEM κατάσκοπος NOUN one who keeps a look out, a scout, spy

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατάσκοπος NOM.SG MASC κατάσκοπος NOUN 45
κατάσκοπος NOM.SG MASC κατάσκοπος ADJ 4
κατάσκοπος NOM.SG FEM κατάσκοπος ADJ 1
κατάσκοπος NOM.SG MASC κατάσκοπος NOUN 1