δισύλλαβος

Count: 2

NOM.SG FEM δισύλλαβος NOUN of two syllables

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δισύλλαβος NOM.SG MASC δισύλλαβος NOUN 5
δισύλλαβος NOM.SG MASC δισύλλαβος ADJ 2
δισύλλαβος GEN.SG MASC δισύλλαβος NOUN 1