δολομῆτα

Count: 2

ACC.SG FEM δολομήτης NOUN crafty of counsel, wily

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δολομῆτα VOC.SG MASC δολομήτης NOUN 5
δολομῆτα NOM.SG MASC δολομήτης NOUN 2
δολομῆτα NOM.PL NEUT δολομήτης NOUN 1
δολομῆτα ACC.PL NEUT δολομήτης NOUN 1