σκαληνὸν

Count: 2

NOM.SG NEUT σκαληνός NOUN uneven, unequal

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

σκαληνὸν ACC.SG NEUT σκαληνός ADJ 16
σκαληνὸν NOM.SG NEUT σκαληνός ADJ 13
σκαληνὸν ACC.SG MASC σκαληνός ADJ 4
σκαληνὸν ACC.SG FEM σκαληνός ADJ 2
σκαληνὸν ACC.SG NEUT σκαληνός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

σκαληνόν NOM.SG NEUT σκαληνός NOUN 4