ὁλοκλήρους

Count: 2

NOM.SG MASC ὁλόκληρος NOUN complete in all parts, entire, perfect

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ὁλοκλήρους ACC.PL FEM ὁλόκληρος ADJ 17
ὁλοκλήρους ACC.PL MASC ὁλόκληρος NOUN 14
ὁλοκλήρους ACC.PL FEM ὁλόκληρος NOUN 6
ὁλοκλήρους ACC.PL MASC ὁλόκληρος ADJ 4
ὁλοκλήρους NOM.SG FEM ὁλόκληρος NOUN 1
ὁλοκλήρους GEN.SG FEM ὁλόκληρος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

ὁλοκλήρως NOM.SG MASC ὁλόκληρος NOUN 2
ὁλόκλη NOM.SG MASC ὁλόκληρος NOUN 1