δικαστ

Count: 2

NOM.PL MASC δικαστής NOUN a judge

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικαστ VOC.PL MASC δικαστής NOUN 2
δικαστ ACC.PL NEUT δικαστής NOUN 1
δικαστ NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1
δικαστ GEN.PL MASC δικαστής NOUN 1
δικαστ DAT.PL MASC δικαστής NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δικασταὶ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 185
δικασταί NOM.PL MASC δικαστής NOUN 46
δικαϲταὶ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 6
δικαϲταί NOM.PL MASC δικαστής NOUN 6
Δικαϲταὶ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 1
δικασταί⌟ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 1