πραγματείαι

Count: 2

DAT.SG FEM πραγματεία NOUN the careful prosecution of an affair, diligent study, hard work

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πραγματείαι NOM.PL FEM πραγματεία NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

πραγματείᾳ DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 504
πραγματεία DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 3
πραγματειώδει DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 1
πραγμα|μείᾳ DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 1
Πραγματείᾳ DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 1
πραγμαθήσει DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 1