Διονύσιος

Count: 2

GEN.SG MASC διονύσιος NOUN of Dionysus, pr.n. Dionysius

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Διονύσιος NOM.SG MASC διονύσιος NOUN 799
Διονύσιος NOM.SG MASC διονύσιος ADJ 5
Διονύσιος GEN.SG FEM διονύσιος NOUN 1
Διονύσιος NOM.SG FEM διονύσιος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Διονυσίου GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 415
Chrysippum GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 9
Διοντσίου GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 1
ΔΙονυσίου GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 1
Διονθσίου GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 1
Διονυσίω γὰρ GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 1