Λυσιμάχειος

Count: 2

NOM.SG MASC λυσίμαχος NOUN ending strife
Lysimachus

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Λυσιμάχειος GEN.SG MASC λυσίμαχος NOUN 2
Λυσιμάχειος NOM.SG MASC λυσίμαχος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

Λυσίμαχος NOM.SG MASC λυσίμαχος NOUN 114
Λυϲίμαχοϲ NOM.SG MASC λυσίμαχος NOUN 2
Λυσίμαχός NOM.SG MASC λυσίμαχος NOUN 2
Λυσιμάχιος NOM.SG MASC λυσίμαχος NOUN 1
Λυσίμαχον NOM.SG MASC λυσίμαχος NOUN 1