ἀναποδείκτου

Count: 2

GEN.SG NEUT ἀναπόδεικτος NOUN not proved, undemonstrated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀναποδείκτου GEN.SG NEUT ἀναπόδεικτος ADJ 8
ἀναποδείκτου GEN.SG FEM ἀναπόδεικτος ADJ 4
ἀναποδείκτου GEN.SG MASC ἀναπόδεικτος ADJ 2
ἀναποδείκτου PRES MID GEN.SG NEUT PTCP ἀναπόδεικτος VERB 1
ἀναποδείκτου PRES ACT 2SG IMP ἀναπόδεικτος VERB 1