ὁλοκλήρως

Count: 2

NOM.SG MASC ὁλόκληρος NOUN complete in all parts, entire, perfect

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ὁλοκλήρως INDECL ὁλόκληρος ADV 37
ὁλοκλήρως GEN.SG MASC ὁλόκληρος NOUN 2
ὁλοκλήρως DAT.PL MASC ὁλόκληρος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

ὁλοκλήρους NOM.SG MASC ὁλόκληρος NOUN 2
ὁλόκλη NOM.SG MASC ὁλόκληρος NOUN 1