θελκτήρια

Count: 2

NOM.PL NEUT θελκτήριον NOUN a charm, spell, enchantment

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

θελκτήρια ACC.PL NEUT θελκτήριον ADJ 6
θελκτήρια ACC.PL NEUT θελκτήριον NOUN 6
θελκτήρια NOM.PL NEUT θελκτήριον ADJ 5