κλαυθμόϲ

Count: 2

NOM.SG MASC κλαυθμός NOUN a weeping

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κλαυθμὸς NOM.SG MASC κλαυθμός NOUN 69
βρυγμὸς NOM.SG MASC κλαυθμός NOUN 55
κλαυθμός NOM.SG MASC κλαυθμός NOUN 12
βρυγμός NOM.SG MASC κλαυθμός NOUN 3
Βρυγμόϲ NOM.SG MASC κλαυθμός NOUN 1
Κλαυθμών NOM.SG MASC κλαυθμός NOUN 1