καταλαμ

Count: 2

PRES ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB to seize upon, lay hold of

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καταλαμ ACC.SG NEUT καταλαμβάνω NOUN 1
καταλαμ AOR ACT ACC.SG NEUT PTCP καταλαμβάνω VERB 1
καταλαμ PRES MID 3PL OPT καταλαμβάνω VERB 1
καταλαμ GEN.PL FEM καταλαμβάνω NOUN 1
καταλαμ AOR ACT ACC.SG MASC PTCP καταλαμβάνω VERB 1
καταλαμ PRES ACT NOM.PL MASC PTCP καταλαμβάνω VERB 1

Other Forms With Same Analysis

καταλαμβάνει PRES ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 485
καταλαμβάνεται PRES ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 6
Καταλαμβάνει PRES ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 5
κατολιϲθάνει PRES ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 2
καταλαμβάνε PRES ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 1
κατειλήφασι PRES ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 1
καταλαμβάνοντι PRES ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 1
καταλαμβά PRES ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 1