περικάρπια

Count: 2

NOM.PL NEUT περικάρπιον NOUN case of fruit

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

περικάρπια NOM.PL NEUT περικάρπιον ADJ 4
περικάρπια ACC.PL NEUT περικάρπιον NOUN 4
περικάρπια ACC.PL NEUT περικάρπιον ADJ 1