Κυβερνήτης

Count: 2

NOM.SG MASC κυβερνήτης NOUN a steersman, helmsman, pilot

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κυβερνήτης NOM.SG MASC κυβερνήτης NOUN 340
κυβερνήτηϲ NOM.SG MASC κυβερνήτης NOUN 8
κυβερνάτας NOM.SG MASC κυβερνήτης NOUN 1
κυβερνήτας NOM.SG MASC κυβερνήτης NOUN 1
κυβερνήτπς NOM.SG MASC κυβερνήτης NOUN 1
Κυβερνήτηϲ NOM.SG MASC κυβερνήτης NOUN 1