δικαιότητος

Count: 2

GEN.SG FEM δικαιότης NOUN justice, righteousness (= δικαιοσύνη)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

δικαιότητοϲ GEN.SG FEM δικαιότης NOUN 2
δικαιότητός GEN.SG FEM δικαιότης NOUN 1